Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Μοιάζουμε; / ¿Nos parecemos?





Όμοιος ομοίω αεί πελάζει.

Dios los cría y ellos se juntan.

Πηνελόπη / Penélope


Πηνελόπη,
με την καφέ δερμάτινη τσάντα της
και τα τακούνια της
και το φόρεμα Κυριακής της.
Πηνελόπη
κάθεται σε ένα παγκάκι στην αποβάθρα
και περιμένει να έλθει το πρώτο τρένο
κουνώντας την βενταλιά.

Λένε στο χωριό
ότι ένας διαβάτης σταμάτησε
το ρολόι της
ένα ανοιξιάτικο απόγευμα.
«Αντίο αγάπη μου.
Μη με κλάψεις. Θα επιστρέψω
πριν
της ιτιάς το φύλλο να πέσει.
Να με σκέφτεσαι.
Θα επιστρέψω για σένα».

Καημένη κακότυχη,
σταμάτησε το παιδικό σου ρολόι
ένα μολυβένιο απόγευμα του Απριλίου,
όταν έφυγε ο αγαπημένος σου.
Μαράθηκε
στον κήπο σου μέχρι και ο τελευταίος ανθός.
Δεν υπάρχει ιτιά στη Μεγάλη οδό
για την Πηνελόπη.

Πηνελόπη.
Θλιμμένα από την πολλή αναμονή,
φαίνεται να λάμπουν τα μάτια της
αν ένα τρένο από μακριά σφυρίξει.
Πηνελόπη
τον ένα μετά τον άλλον τους βλέπει να περνάνε,
κοιτάει τα πρόσωπά τους, τους ακούει να μιλάνε.
Για αυτήν είναι μαριονέτες.

Λένε στο χωριό
ότι ο διαβάτης γύρισε.
Την Βρήκε
στο πράσινο ξύλινο παγκάκι της.
Την φώναξε: «Πηνελόπη,
πιστή μου αγαπημένη, ειρήνη μου!
Πάψε πια
να υφαίνεις όνειρα στο νου σου.
Κοίταξε με,
είμαι η αγάπη σου! Γύρισα!».

Του χαμογέλασε
με τα ματάκια γεμάτα από το χτες.
Δεν ήταν έτσι το πρόσωπό του ούτε το δέρμα του.
«Εσύ δεν είσαι αυτός που περιμένω».
Και έμεινε
με την καφέ δερμάτινη τσάντα της
και τα τακουνάκια της,
καθιστή στον σταθμό.

Πηνελόπη!

«Πηνελόπη», του Ισπανού τραγουδιστή και συνθέτη Ιωάν Μανουέλ Σερράτ.
http://www.youtube.com/watch?v=GXGYBybj5qo

Penélope,
con su bolso de piel marrón
y sus zapatos de tacón
y su vestido de domingo.
Penélope
se sienta en un banco en el andén
y espera que llegue el primer tren
meneando el abanico.

Dicen en el pueblo
que un caminante paró
su reloj
una tarde de primavera.
"Adiós amor mío.
No me llores. Volveré
antes que
de los sauces caigan las hojas.
Piensa en mí.
volveré por ti".

Pobre infeliz,
se paró tu reloj infantil
una tarde plomiza de abril,
cuando se fue tu amante.
Se marchitó
en tu huerto hasta la última flor.
No hay un sauce en la calle Mayor
para Penélope.

Penélope.
Tristes a fuerza de esperar,
sus ojos parecen brillar
si un tren silba a lo lejos.
Penélope
uno tras otro los ve pasar,
mira sus caras, les oye hablar.
Para ella son muñecos.

Dicen en el pueblo
que el caminante volvió.
La encontró
en su banco de pino verde.
La llamó: "¡Penélope
mi amante fiel, mi paz!
Deja ya
de tejer sueños en tu mente.
¡Mírame,
soy tu amor! ¡Regresé!".

Le sonrió
con los ojos llenitos de ayer.
No era así su cara ni su piel.
"Tú no eres quien yo espero".
Y se quedó
con el bolso de piel marrón
y sus zapatitos de tacón,
sentada en la estación.

¡Penélope!

«Penélope», del cantante y compositor español Joan Manuel Serrat.
http://www.youtube.com/watch?v=GXGYBybj5qo