Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Οι αρχές μας κατά της δουλειάς / Nuestras autoridades contra el trabajo



Όπως εσείς ξέρετε, στην Ισπανία κάθε φορά δουλεύουν λιγότεροι άνθρωποι. Δεν είναι μόνο η ανερία, που οδεύει με καλπάζουσα αύξηση και θα συνεχίζει μεγαλώνοντας. Είναι και οι μαζικές προσυνταξιοδοτήσεις, που θίγουν ήδη ανθρώπους πενήντα χρονών ή λιγότερων, και η άφθονη ποσότητα «φυσικών» συνταξιούχων που, με την φυσική προέκταση της ζωής, περνάνε ένα σωρό χρόνια απομακρυσμένοι από τις εργασιακές δραστηριότητες. Σ΄αυτό πρέπει να προστεθούν οι μεγάλες δυσκολίες των νέων για να βρούν δουλειά, με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτοί που τραβάνε στην πραγματικότητα τη χώρα μπροστά είναι τα άτομα ανάμεσα στα τριάντα και στα εξήντα τους, και αυτό υπερβάλλοντας. Το φυσικό θα ήταν, οπότε, να φυλάνε εκείνη την μερίδα του πλυθησμού σαν χρυσό, να την φροντίζουν και να διευκολύνουν τα πράγματα. Να διευκολύνουν, πάνω απ΄όλα, την δυνατότητα να πραγματοποιεί την κρίσιμή της αγγαρεία, από την οποία εξαρτούνται οι άλλοι.

Δεν είναι έτσι όμως, αλλά εντελώς ανάποδα. Η Ισπανία είναι, σε αυτήν την όψη, η πιο ανεύθυνη, επιπόλαια, ηλίθια και αυτόχειρας χώρα της Ευρώπης, και ακόμα περισσότερο σε αυτήν την εποχή κρίσης στην οποία οι πολιτικοί χορταίνουν βγάζοντας άδειες λέξεις πάνω στην «κοινή προσπάθεια», «τα σθεναρά μέτρα για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση», «ο επιθυμητός συνδιασμός από παραγωγικότητα, οικονομία και κατανάλωση» και άλλες παραπλανήσεις που δεν αντιστοιχούν καθόλου τις πράξεις τους. Στον κόσμο που δουλεύει, το Κράτος –προσοχή, οι Δήμοι και οι Νομοί είναι και Κράτος- κάνει ό,τι μπορεί για να τους το παρεμποδίζει, και τα μόλις τελειωμένα Χριστούγεννα ήταν αναπάντητη απόδειξη για αυτό. Σ΄αυτήν την χώρα, ο Δεκέμβριος –έχοντας επεκταθεί μέχρι τις 7 Ιανουαρίου- απλά δεν υπάρχει για εργασιακό σκοπό. Μαζί με το τρελό τριήμερο του Συντάγματος και τα Χριστούγεννα, που διαρκούνε πλέον τρεις με τέσσερις βδομάδες, σχεδόν κανένας δεν δουλεύει. Και έχουν κακή γνώμη για τους λίγους που το κάνουν και τους εμποδίζουν για να μην το κάνουν.

Λυπάμαι που θα μιλήσω και πάλι για το θόρυβο, μα τί θέλουν αν η βασιλεία του επαναλαμβάνεται και επεκτείνεται και οι μόνοι που φαίνεται πως στενοχωριόμαστε είμαστε ένας υπηρετής και ο κύριος Φόρχες. Οι αρχές απασχολούνται με το να τον δημιουργούν και με το να τον ευνοούν, με την ενθουσιώδη συνεργασία όλων των μερίδων άνεργου πληθυσμού. Κατά την διάρκεια των Χριστουγέννων, όπως συνηθίζεται, οι δρόμοι γεμίσανε φωνακλάδες χαζούς με κόρνες που απαγορεύονται στα αυτοκίνητα αλλά όχι σ΄αυτούς, τρομπέτες και τύμπανα. Επίσης μπάντες ψευτικών μαριάτσι και τζαζίστων και χορωδίες που τραγουδάνε –ας πούμε- τρομακτικά κάλαντα. Αλλά, επιπλέον, οι Δήμοι φτιάξάνε τις σκηνές τους στους δρόμους και μας βασανίσανε με καθημερινή μουσική, σαν να μην υπάρχουν δεκάδες σάλες και εκκλησίες στις οποίες να την πέζουν. Στην πλατεία μου, για παράδειγμα, έγιναν «συναυλίες» τις μέρες 19, 20, 21, 22, 23, 25, 26, 27, 28, 29, 30 και 31 Δεκεμβρίου, δώδεκα ημερίδες(!) Τζαζ, χορωδιακές σύμπραξες, φλαμένκο, πολυφωνικές χορωδίες. Από τις οχτώ μέχρι τις εννιά στην αρχή, αλλά γύρω στις πέντε οι τεχνικοί ήχου ξεκινήσανε «να κάνουν δοκιμές», που συνίστανται στο να βάλουν με μεγάλη ένταση τραγούδια των Dire Straits και του Michael Jackson (;) ή στο να λένε την υποφυσιολογική αλληλουχία από «Γειά, ναι, ένα δύο τρία, τί κάνεις, γειά, γειά, εδώ, α, ναι, ναι, γειά, α, ναιιιι!» Ή οι ερμηνευτές ξεκινήσανε τις πρόβες τους, τότε λοιπόν για τέσσερις ώρες καθημερινά κανείς στην γειτονιά δεν κατάφερε να δουλέψει ούτε να συγκεντρωθεί. Όλα αυτά –το έχω δει από τα μπαλκόνια μου- για να έρθουν σε κάθε παράσταση τρείς και ο κούκος. Προσθέστε το ίδιο σε άλλες πλατείες, επιπλέον τα «εξωτερικά θεάματα», τα πανηγύρια, τα «γλέντια στους δρόμους» , συν τις είκοσι φάτνες -είκοσι- εξαπλωμένες στην πόλη.

Από πότε είναι αρμοδιότητα του Κράτους να διασκεδάζει τον κόσμο στους δρόμους; Το Κράτος δεν είναι για αυτά και, όμως, δεν υπάρχει ισπανικός Δήμος που να μην αφιερώσει χρήματα και χρήματα στις ονομαζόμενες «Επιτροπές Εορτασμών». Και το ίδιο θα είναι και για το Καρναβάλι, και για το Πάσχα με τις λιτανείες, και για τον Άγιο Ισίδρο στην Μαδρίτη, και μετά θα έρθουν οι ατελείωτες τοπικές γιορτές του πάρα πολύ μεγάλου καλοκαιριού. Αυτή είναι ακόμα χώρα ντεφιού, κυριολεκτικά, στην οποία όλες οι προσπάθειες των αρχών μας έχουν ως προορισμό την ευχαρίστηση της πιο οκνηρής και μη παραγωγικής μερίδας του πληθυσμού και την τιμωρία όποιου δουλεύει ακόμα. Κατά την διάρκεια αυτών των ημερών εγώ κατάφερα να το κάνω μόνο όταν ο Δήμος είχε την πρόθεση να μου το επιτρέψει. Είναι απόλυτη αδίκια: αυτός ο Δήμος είναι βουτηγμένος στα χρέη συνόλου 7.200 εκατομμύρια ευρώ, και για αυτό και επειδή έχουμε κρίση, αφιερώθηκαν στο να ξοδέψουν λεφτά για βλακείες για τους οκνηρούς και να ποινικοποιήσουν την δουλειά. Έτσι βγαίνουμε από αυτήν.

Και μαζί με τόσο βλαβερό και ηλίθιο χαράμισμα, μια πολύ ενδιαφέρουσα και μεγαλόπρεπη έκθεση, «Η Φιλοσοφική Σχολή της Μαδρίτης στη Δεύτερη Δημοκρατία. Αρχιτεκτονική και Πανεπιστήμιο κατά την διάρκεια των 30» (Κέντρο Κόμης Δούκας), πάρα τρίχα δεν έγινε -αυτή η Σχολή που ήταν το πρώτο κτήριο της Πανεπιστημιούπολης, και μόλις έκλεισε την 75ο επέτειό της- γιατί σχεδόν όλο τον προϋπολογισμό τον φάγανε για ανοησίες. Η Κοινότητα της Μαδρίτης ούτε καν συνείσφερε, και τόσο αυτή όσο και το Δημαρχείο επιτρέπουν αυτό το εμβληματικό ορθολογιστικό κτήριο, στο οποίο δίδασκαν ο Ορτέγκα, ο Θουμπίρι, ο Μενένδεθ Πιντάλ, ο Μπεστέιρο, ο Γκάος, ο Μορέντε, ο Σάντσεθ Αλμπορνόθ, ο Σαλίνας, ο Αμέρικο Κάστρο και άλλοι πολλοί, να καταστρεφεται κομμάτι κομμάτι ή να του βάζουν τρομερά μπαλώματα που μειώνουν την αξία του ή το ρημάζουν. Υποθέτω ότι οι αρχές μας δεν βλέπουν με καλό μάτι ούτε τον κόσμο που δουλεύει ούτε αυτόν που διαβάζει. Τους είναι εύκολο να εξαφανίσουν αυτές τις δύο δραστηριότητες: θόρυβος και άλλος θόρυβος , πιο πολύ μουσική για ποντίκια και πιό πολύς θόρυβος, και όλα αυτά στους δρόμους.

«Οι αρχές μας κατά της δουλειάς», του Ισπανού συγγραφέα και μεταφραστή Χαβιερ Μαρίας Φράνκο.

Como ustedes saben, en España trabajan cada vez menos personas. No es solamente el paro, que va en galopante aumento y que seguirá creciendo. Son también las prejubilaciones masivas, que afectan ya a gente con cincuenta años o menos, y el abundante número de jubilados "naturales", que, con la prolongación general de la vida, pasan un montón de años retirados de las actividades laborales. A ello hay que sumar las dificultades enormes de los jóvenes para encontrar empleo, de tal manera que podría decirse que quienes tiran de verdad del país son los individuos de entre treinta y sesenta años, y eso exagerando. Lo natural sería, por tanto, que a esa franja de la población se la tuviera como a oro en paño, se la cuidara y se le facilitasen las cosas. Se le facilitase, sobre todo, la posibilidad de llevar a cabo su vital tarea, de la que todos los demás dependen.

No es así, sin embargo, sino todo lo contrario. España es, en este aspecto, el país más irresponsable, frívolo, idiota y suicida de toda Europa, y lo es aún más en esta época de crisis, en la que los políticos se hartan de soltar palabras hueras sobre "el esfuerzo de todos", "las vigorosas medidas para combatir la situación", "la deseable combinación de productividad, ahorro y consumo" y demás falacias que no se corresponden en absoluto con sus acciones. A la gente que trabaja, el Estado -ojo, los Ayuntamientos y las Comunidades Autónomas son también Estado- hace lo imposible por impedírselo, y las recién terminadas Navidades han sido irrefutable prueba de ello. En este país, diciembre -extendido hasta el 7 de enero- simplemente no existe a efectos laborales. Entre el disparatado puente de la Constitución y las Pascuas, que ya duran tres si no cuatro semanas, casi nadie pega un palo al agua. Y a los pocos que lo pegan se los mira mal y se les obstaculiza hacerlo.

Yo lamento hablar una vez más del ruido, pero qué quieren, si su reinado se reitera y amplía y a los únicos que parece preocuparnos somos un servidor y el señor Forges. Las autoridades se dedican a crearlo y a propiciarlo, con la colaboración entusiasta de todas las franjas de población desocupadas. Durante las Navidades, como es costumbre, las calles se han llenado de memos gritones, con bocinas prohibidas a los coches pero no a ellos, trompetas y tambores. También de bandas de falsos mariachis y jazzistas y de coros que entonaban -es un decir- villancicos horripilantes. Pero además los Ayuntamientos han montado sus escenarios en plena calle y nos han torturado con música diaria, como si no hubiera decenas de salas y de iglesias en las que poder tocarla. En mi plaza, sin ir más lejos, ha habido "conciertos" los días 19, 20, 21, 22, 23, 25, 26, 27, 28, 29, 30 y 31 de diciembre, ¡doce jornadas! Jazz, orfeones, flamenco, corales polifónicas. De ocho a nueve en principio, pero ya hacia las cinco los técnicos de sonido empezaban a "hacer pruebas", consistentes en poner a todo trapo canciones de Dire Straits y Michael Jackson (?) o en soltar la subnormal retahíla de "Hola, sí, uno, dos, tres, qué tal, hola, hola, aquí, ah, sí, sí, hola, ah, ¡sííí!". O bien los intérpretes iniciaban sus ensayos, así que durante cuatro horas diarias nadie del vecindario ha podido trabajar ni concentrarse. Todo esto -lo he visto desde mis balcones- para que a cada representación asistieran cien gatos ociosos a lo sumo. Añadan lo mismo en otras plazas, más los "espectáculos en el exterior", más los mercadillos-verbena, más las "marimorenas o zambombadas", más los veinte belenes -veinte- diseminados por la ciudad.

¿Desde cuándo es competencia del Estado entretener a la gente en las calles? El Estado no está para eso, y sin embargo no hay municipio español que no destine dinerales a las llamadas "Comisiones de Festejos". Y será lo mismo en Carnaval, y en Semana Santa con las procesiones, y en San Isidro en Madrid, y luego vendrán las infinitas fiestas locales del larguísimo verano. Este sigue siendo un país de pandereta, literalmente, en el que todos los esfuerzos de las autoridades van encaminados a complacer a la población más ociosa e improductiva y a castigar a la que aún trabaja. Durante estos días yo he podido hacerlo tan sólo cuando al Ayuntamiento le ha dado la gana de permitírmelo. Es el puro sinsentido: ese Ayuntamiento tiene una deuda acumulada de 7.200 millones de euros, en vista de lo cual, y de que estamos en crisis, se ha dedicado a gastar en chorradas ruidosas para los desocupados y en penalizar el trabajo. Así se sale de ella.

Y al lado de tanto despilfarro dañino e imbécil, una exposición interesantísima y magnífica, "La Facultad de Filosofía y Letras de Madrid en la Segunda República. Arquitectura y Universidad durante los años 30" (Centro Conde Duque), ha estado a punto de no celebrarse -esa Facultad fue el primer edificio de la Ciudad Universitaria, y se ha cumplido su 75º aniversario- porque casi todo el presupuesto se había ido en sandeces. La Comunidad de Madrid ni siquiera ha contribuido, y tanto ésta como el Ayuntamiento permiten que ese edificio racionalista emblemático, en el que enseñaron Ortega, Zubiri, Menéndez Pidal, Besteiro, Gaos, Morente, Sánchez Albornoz, Salinas, Américo Castro y tantos otros, se esté cayendo a pedazos o que se le pongan parches horrendos que lo desvirtúan o lo destrozan. Supongo que nuestras autoridades no sólo ven mal que la gente trabaje, sino también que estudie. Lo tienen fácil para acabar con ambas actividades: ruido y más ruido, más música ratonera y más ruido, y todo en la vía pública.

"Nuestras autoridades contra el trabajo", del escritor y traductor español Javier Marías Franco.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Πλάι σου / A tu lado


Ο χειρότερος τρόπος για να σου λείπει κάποιος είναι να κάθεσαι πλάι του ξέροντας ότι ποτέ δεν θα μπορείς να τον έχεις.

Του Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.




La peor forma de extrañar a alguien es estar sentado a su lado y saber que nunca lo podrás tener.

Del escritor colombiano Gabriel García Márquez.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Σκληρότητα / Crueldad


Ήταν κόρη, ψώνιo κόρη,
Ούτε άρρην!
Επιτέλους, στα είκοσί της,
την πήρε ένας άγνωστος
και δεν έχασα μια κόρη,
κέρδισα ένα μπάνιο,
συγχωρέστε με!

Κομμάτι από το τραγούδι «Μα τί όμορφες που ήταν» του Ισπανού τραγουδιστή και συνθέτη Χοακίν Σαμπίνα.
http://www.youtube.com/watch?v=sbLV0m4cV8A

Fue niña, niña pija,
¡ni siquiera varón!
Por fin, con veinte años,
se la llevó un extraño
y no perdí una hija,
gané un cuarto de baño,
¡con perdón!

Fragmento de la canción “Pero qué hermosas eran” del cantante y compositor español Joaquín Sabina.
http://www.youtube.com/watch?v=sbLV0m4cV8A

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Ουτοπία / Utopía


Κατά λάθος μπήκα σε μια ουτοπία
και δεν μπόρεσα να βγω
πήγαμε προς τον ουρανό τη θάλασσα το βουνό
και δεν μπόρεσα να βγω
δημιουργούσαμε μέλλον σύρριζα στην ψυχή
και δεν μπόρεσα να βγω

η ουτοπία πετούσε και κολυμπούσε και έτρεχε
ήταν η ίδια ένας κόσμος
και δεν μπόρεσα να βγω

στη μέση της νύχτας η ουτοπία
άλλαξε / έγινε τύχη
μεταμόρφωσε την μνήμη
σε φτωχό προάστειο
και δεν μπόρεσα να βγω

Όταν επιτέλους / δεν ξέρω πώς
βγήκα από αυτό το όνειρο
η σαγηνευτική ουτοπία δεν ήταν πια
και ο κόσμος μου πρόσφερε
κακή διάθεση και αμέλεια

«Ουτοπία», του Ουρουγουανού συγγραφέα Μάριο Βενεδέττι.

Sin querer me metí en una utopía
y no pude salir
íbamos hacia el cielo el mar el monte
y no pude salir
creábamos futuro a ras de alma
y no pude salir

la utopía volaba y nadaba y corría
era ella por sí misma un universo
y no pude salir

en medio de la noche la utopía
se alteró / se hizo suerte
convirtió a la memoria
en un pobre arrabal
y no pude salir

cuando al fin / no sé cómo
salí de aquel ensueño
la utopía hechicera ya no estaba
y el mundo me ofrecía
mal humor y abandono

"Utopía", del escritor uruguayo Mario Benedetti.

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Δώρο της μέθης / Don de la ebriedad



Έτσι εγώ νιώθω πως οι σκιές
ανοίγουν το φως τους, το ανοίγουν, το ανοίγουν τόσο πολύ,
που το πρωί γίνεται χωρίς αρχή
ούτε τέλος, ατέλειωτο ήδη από το σούρουπο.

Κομμάτι του δεύτερου ποιήματος του πρώτου βιβλίου της συλλογής «Δώρο της μέθης», του Ισπανού ποιητή Κλάουντιο Ροδρίγκεθ.

Así yo estoy sintiendo que las sombras
abren su luz, la abren, la abren tanto,
que la mañana surge sin principio
ni fin, eterna ya desde el ocaso.

Fragmento del segundo poema del primer libro de la colección "Don de la ebriedad", del poeta español Claudio Rodríguez.

Μεγάλη απογοήτευση / Gran decepción


Πολύ κακό για το τίποτα.

Mucho ruido y pocas nueces.